Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Σιγά-σιγά και μερικές φορές ξαφνικά

Με το πέρασμα των ημερών οι στάχτες από την μεγάλη πυρκαγιά κάθονται διαρκώς παντού, σιγά-σιγά, αλλά σταθερά.  Έτσι γίνεται και μετά από τις εκρήξεις ηφαιστείων. Σου λέει η τέφρα κάνει πολύ καιρό να κατακάτσει. Καλύπτουν τα πάντα, κάθε επιφάνεια, το μέσα και το έξω, όπου κοιτάξω γύρω μου τις βλέπω.Μαζεύονται μέσα στο στόμα μου για να περάσουν μέσα μου και συχνά μου κλείνουν την αναπνοή, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Κυριολεκτικά μου κόβεται η ανάσα, κυρίως το βράδυ την ώρα που κοιμάμαι. Δεν βλέπω πιά όνειρα, μόνο πολύ αμυδρές σκιές που κινούνται με υποτυπώδη αφήγηση. Μάλλον φταίνε οι στάχτες.

Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, πρέπει να πάρω διαζύγιο από εκείνην που νόμιζα ότι ήταν η καλύτερή μου φίλη. Ήρθε στο σπίτι μου την Παρασκευή που μας πέρασε να με συλλυπηθεί και μου ανακοίνωσε ότι παντρεύτηκε στο τέλος Αυγούστου. Ξαφνικά μου είπε το αποφάσισαν και έσπευσαν σε ένα δημαρχείο. Δεν μου έδωσε καμιά εξήγηση γιατί δεν μου το είπε νωρίτερα ή αργότερα, ούτε φυσικά γιατί δεν προσκλήθηκα. Αυτό το ξαφνικά έπρεπε να μου τα πει όλα. Με παρατηρούσε την ώρα που μου αφηγόταν μιά περίεργη ιστορία εργασιακής πρεμούρας για ένα επίδομα -που υποτίθεται εξηγούσε αυτό το "ξαφνικά". Εγώ ήμουν ήρεμη. Της είπα εκείνη την ώρα ότι μετά το θάνατο της μαμάς μου δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να με ταράξει. 

Είπα ψέμματα. Όταν έφυγε, άρχισα να το σκέφτομαι διαρκώς και ταράχτηκα όντως και περιέργως πολύ. 
Το βράδυ έκανα μιά έρευνα στο Google με το όνομά της. Δεν το είχα ξανακάνει ποτέ. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και τί περίμενα. 
Βρήκα την αγγελία του γάμου της σε ένα παλιό φύλλο της Αυγής. Από το τέλος Ιουνίου. Περίπου δεκαπέντε μέρες πριν την βάφτιση του μωρού μου στην οποία φυσικά την είχα καλέσει. 
Δεν ξέρω γιατί με ενόχλησε και η επιλογή της Αυγής. Ήθελα να πάρω τηλέφωνο την εφημερίδα και να τους πω ότι αυτοί που δημοσίευσε την αγγελία τους δεν είναι αληθινοί αριστεροί, δεν είναι έτσι οι αριστεροί. Ή μπορεί και να είναι ακριβώς έτσι, ξέρω κι εγώ;

Τώρα εγώ που δεν είχα κανένα πρόβλημα μαζί της θα πρέπει να βρω το κουράγιο να χωρίσουμε. Σαν εκείνα τα ζευγάρια που την απόφαση πρέπει να πάρει ο κερατωμένος. Για να μην εξευτελίσουμε περισσότερο τα 25 χρόνια της φιλίας μας της αχώριστης. Πώς χωρίζεις μετά από 25 χρόνια; Θα το μάθω κι αυτό ως φαίνεται. Σαν μικρός θάνατος θα είναι κι αυτό λιγάκι. Τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση θα διαλέξω εγώ την ώρα, κάτι είναι κι αυτό. Δεν θα τρομάξω.

Συνεχίζουν να πέφτουν γύρω μου στάχτες. Τις βλέπω στα βλέφαρά μου όταν μισοκλείνω τα μάτια. Όπως εχτές στο πάρκο. Ο μικρός είχε κοιμηθεί στο καρότσι, μεσημεράκι και μαζεύονταν τα σύννεφα για τη βροχή. Καθόμουν σ'ένα παγκάκι κι αισθανόμουν ασφαλής και ήρεμη μέσα στις ευτυχισμένες οικογένειες, στους μπαμπάδες που έπαιζαν μπάλα και στις μαμάδες που κουνούσαν κούνιες. Μόλις κοίταξα τον ουρανό άρχισαν πάλι να πέφτουν στάχτες και δεν έβλεπα καλά και πήρα το μωρό κι έφυγα. Τώρα που το σκέφτομαι πιό πολύ ταίριαζα με μια μισότρελη κυρία με ένα κόκκινο φόρεμα που καθόταν με ανοικτά πόδια σε ένα άλλο παγκάκι. Μαύρα εγώ, κόκκινα αυτή, ταιριάζαμε.

Όλο το Σαββατοκύριακο καταπίνω στάχτες. Τρώω γλυκά διαρκώς για να μπορέσω να τις καταπιώ καλύτερα, αλλά αυτές δεν πάνε με τίποτα κάτω. Με μπουκώνουν και ξυπνάω μέσα στη νύχτα χωρίς ανάσα, πάλι και πάλι. Πρέπει να ψάξω στο Google πώς καταπίνονται οι στάχτες. 





Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

τέλος

Είναι μέρες πολλές που έφυγες κι ακόμη σε ψάχνω.
Σου γράφω κι εδώ γιατί φοβάμαι ότι δεν μ'ακούς που σου μιλάω από μέσα μου και δεν μ'ακούς όταν στο σπίτι σε φωνάζω δυνατά.
Δεν ξέρω τί άλλο τρόπο να βρω για να επικοινωνήσω μαζί σου μα θα συνεχίσω να ψάχνω έτσι τρόπους, θα συνεχίσω να σε ψάχνω μέχρι να σε βρω -ή να βεβαιωθώ ότι εξαφανίστηκες, έτσι απλά.
Θέλω να σε δω μια στιγμή ακόμη, μια στιγμούλα. Θέλω να έρθεις πάλι κοντά μου για λίγο, θα ήθελα μια αγκαλιά, μα το ξέρω πώς ζητάω πολλά. Έστω να σε δω μια στιγμή και πάλι φεύγεις. Να μου χαϊδέψεις λίγο τα μαλλιά, όπως μόνο εσύ μαμά μου. Να προλάβω να σου πω ότι σ'αγαπώ πολύ, απέραντα πολύ, και τίποτα δεν θα είναι ίδιο χωρίς εσένα και περισσότερο απ'όλα να σου πω ότι στενοχωριέμαι γιατί ξέρω ότι δεν ήθελες εσύ να φύγεις. Κάποιος, κάτι σε πήρε από την αγκαλιά μου, το ένιωσα κι είμαι σίγουρη. Κάτι πιό δυνατό από μένα, με νίκησε, σε τράβηξε μακριά μου και σε πήρε. Εσύ μικρούλα μου, αδύναμο κορμάκι, δεν έφερες αντίσταση, κοριτσάκι μου. Κι εγώ η δυνατή δεν σε προστάτευσα, δεν πρόλαβα μανούλα μου. Δεν πρόλαβα.
Στενοχωριέμαι που έφυγες χωρίς να θέλεις, που είχες σχέδια κι όνειρα, έφυγες τόσο νέα μικρούλα μου, παιδάκι μου μιά ζωή απροστάτευτο.
Μανούλα μου, μου λείπεις όλη την ώρα. Βρες έναν τρόπο σε παρακαλώ να μου στείλεις ένα σημάδι, να μου στείλεις κάτι από σένα. Μου φαίνεται αδιανόητο που υπάρχει κάτι που μπορεί εμάς τις δυό να μας κρατήσει χωριστά. Πώς είναι δυνατόν;


Ο χρόνος περνάει, η ζωή συνεχίζεται και οι μέρες είναι άνισες, σκιερές.
Εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πού είσαι. Αυτό που φοβόμουνα μιά ζωή, η υποψία ότι δεν υπάρχει Θεός, έρχεται κάθε μέρα που περνάει να το επιβεβαιώσει. Ξέρω θα θύμωνες αν με άκουγες να το λέω, αλλά έτσι σκέφτομαι. Θυμώνω κι εγώ μαζί σου, θυμώνω με όλα, θυμώνω με τον Θεό αν υπάρχει και με το Θεό που δεν υπάρχει, με ό,τι τέλος πάντων σε πήρε μακριά μας, έτσι. Κατάντησα να ζηλεύω όλους αυτούς τους θρήσκους που με βεβαιότητα πιστεύουν. Τους ζηλεύω και ταυτόχρονα θέλω να τους χαστουκίσω και να τους ρωτήσω πού είναι η μαμά μου. Αφού είναι τόσο σίγουροι για το Θεό και για το Χριστό και για όλα, να μου πούνε πού είναι η μαμά μου. Ψεύτες. Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε τη μαμά μου, δεν θα έπαιρνε αθώα παιδάκια και νέους ανθρώπους, δεν θα άφηνε κτηνάνθρωπους να ζουν. Ψεύτες. Αν υπήρχε Θεός η μαμά μου θα ερχόταν πάλι έστω μιά στιγμή για να με καθησυχάσει. Η μαμά μου δεν θα με άφηνε ποτέ να στενοχωριέμαι τόσο.


Ο Θάνατος δεν φοράει βέβαια σαλβάρι και τέτοιες σαχλαμάρες. Μπήκε αόρατος, ανεπαίσθητος στο σπίτι μου και μου πήρε την μεγάλη μου αγάπη. Μου την άρπαξε βίαια μέσα από την αγκαλιά μου. Κι αυτό που έμεινε είναι ένα τεράστιο κενό, ένα πολύ βαθύ πηγάδι που διασχίζει όλο το μέσα μου και δεν έχει πάτο.
Δεν ξέρω πώς να ζήσω πιά τη ζωή μου χωρίς τη μανούλα μου. Φυσικά έχω τους αγαπημένους, το παιδί, μα τίποτα απολύτως δεν μπορεί να είναι πιά απόλυτη ευτυχία γιατί πάντα θα λείπει εκείνη. Αισθάνομαι ότι πρέπει να μάθω να ζω από την αρχή. Πώς κόπηκε τώρα για πρώτη φορά στα σαράντα μου ο ομφάλιος λώρος και δεν θα είμαι ποτέ ξανά παιδί, ποτέ ξανά ανήλικη, θα είμαι πιά για πάντα ένα ενήλικο παιδί που θα του λείπει η μαμά του.

Σου θυμώνω μαμά μου που δεν γύρισες. Πού σου φώναζα να γυρίσεις και δεν γύρισες. Γιατί πίστευα ότι για την αγάπη μας μπορείς όλα να τα νικήσεις και τον θάνατο ακόμα. Και μου λείπεις κάθε μέρα πιό πολύ, όλη την ώρα πολύ. Καθόλου δεν λιγοστεύει ο πόνος καθώς περνάνε οι μέρες, ψέμματα λένε όλοι, αντίθετα μεγαλώνει. Η τρομάρα μου γίνεται φρικτή βεβαιότητα. Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια η μέρα ξεκινάει με μιά φρικτή είδηση. Ξανά και ξανά κάθε μέρα, κάθε πρωί μαθαίνω ότι πέθανες. Πώς θα τη ζήσω τέτοια ζωή;


Δεν ξέρω γιατί η πιό ισχυρή εικόνα την ώρα της κηδείας ήταν το τετράδιό μου της πρώτης Δημοτικού. Αυτό που η κάθε σελίδα ήταν μοιρασμένη, επάνω ένα πλαίσιο κενό για ζωγραφιές, κάτω γραμμές. Αυτό το τετράδιο το δικό μου σε βλέπω στο μυαλό μου συνέχεια να το ζωγραφίζεις εσύ, βλέπω συνέχεια τα μακριά λεπτά σου δάκτυλα, έχει τις δικές σου ζωγραφιές επάνω και τα δικά μου γραμματάκια κάτω. Και είμαι έτσι πέντε χρονών διαρκώς και θέλω να γυρίσεις να μου ζωγραφίσεις το τετράδιο, να συνεχίσουμε να ζωγραφίζουμε και να γράφουμε μαζί. Είμαι ακόμη το παιδάκι σου μαμά μου και μου λείπεις.

Γύρνα πίσω μαμά μου μιά στιγμούλα. Σε παρακαλώ βρες ένα τρόπο να μου δώσεις ένα σημάδι. Θα σε περιμένω πάντα, μα κάνε ό,τι μπορείς και μην αργήσεις.

Πρόλαβες να το νιώσεις άραγε που σε φίλησα όταν μείναμε οι δυό μας;